- πλούτος
- I
Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο Αριστοφάνης στην ομώνυμη κωμωδία του τον εμφανίζει γέρο και τυφλό.IIΤίτλος δύο κωμωδιών του Αριστοφάνη. Η πρώτη διδάχτηκε το 408 π.Χ. Σώζονται μόνο αποσπάσματα. Η δεύτερη διδάχτηκε το 388 και βασίζεται σε αλληγορικό μύθο για το θεό του πλούτου.* * *(I)ο / πλοῡτος, και πλούτος, το / πλοῡτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῡτοι Α1. αφθονία αγαθών, κυρίως εκείνων που είναι αναγκαία για να ζήσει κανείς2. αφθονία οποιουδήποτε πράγματος, πληθώρα, πλησμονή (α. «πλούτος γνώσεων» β. «το πλούτος τής αντρείας», Ερωτόκρ. γ. «πλοῡτος τῆς σοφίας» Πλάτ.)νεοελλ.1. πολυτέλεια («πλούτος διακοσμήσεως»)2. η τάξη τών πλουσίων, οι πλούσιοι3. αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («γεις καβαλάρης δυνατός και με μεγάλο πλούτος» Ερωτόκρ.)4. ωφέλεια («ανάθεμα το διάφορο τών τραγουδιών το πλούτος» Ερωτόκρ.)5. φρ. α) «εθνικός πλούτος» — το σύνολο τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώραςβ) «ιδιωτικός πλούτος»i) ο πλούτος που ανήκει σε ένα άτομοii) το σύνολο τών ιδιωτικών περιουσιώνγ) «ορυκτός πλούτος» — ο εκμεταλλεύσιμος πλούτος τού υπεδάφους μιας χώραςδ) «λεκτικός πλούτος» — ο πλούτος τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα πρόσωπο ή που υπάρχουν σε ένα κείμενο6. παροιμ. «έχεις πλούτη; έχεις γνώση» — λέγεται για να δηλώσει ότι εκείνος που έχει πλούτη έχει και τη δύναμη να επιβάλλει τη γνώμη του, έστω κι αν δεν έχει γνώσηαρχ.1. θησαυρός («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῡτον τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ)2. (ως κύριο ὁν.) Πλοῡτοςο θεός τών αγαθών τής γης, γιος τής Δήμητρος και τού Ιασίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλοῡτος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *plou- τής ΙΕ ρίζας *pleu- «ρέω» τού ρ. πλέω* με επίθημα -to- (πρβλ. νόσ-τος, φόρ-τος). Στη λ. πλούτος η ρίζα χρησιμοποιείται με τη σημ. «διασκορπίζομαι, πλημμυρίζω, γεμίζω» για άφθονες ποσότητες. Ο τ. πλούτος (το) είναι μεταπλασμένος τ. τού πλοῦτος (ο) με αλλαγή γένους. Η λ. πλοῦτος, τέλος, εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Πλούταρχος, Πλουτοκλής, Πλουτᾶς, Πλουτῖνος, Πλουτίων.ΠΑΡ. πλούσιος, πλουτίζω, πλουτώαρχ.πλούταξ, πλουτηρός, πλουτιαίος, πλουτίνδα, πλουτίνδην, πλουτίςνεοελλ.πλουταίνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πλουτοδότης, πλουτοφόρος, πλουτόχθωναρχ.πλουθυγίεια, πλούταρχος, πλουτογαθής, πλουτοδοτήρ, πλουτοκρατούμαιαρχ.-μσν.πλουτοποιός, πλουτοτραφήςμσν.πλουτοβρύτης, πλουτοκράτωρ, πλουτολεκτώ, πλουτοπράτης, πλουτοταπείνωσις, πλουτοφανήςνεοελλ.πλουτοκράτης, πλουτοκτησία, πλουτολογία, πλουτοπαραγωγικός. (Β' συνθετικό) βαθύπλουτος, ζάπλουτος, νεόπλουτος, πάμπλουτος, υπέρπλουτοςαρχ.αδρόπλουτος, ανδρόπλουτος, άπλουτος, αρτίπλουτος, αρχαιόπλουτος, αρχέπλουτος, βαρύπλουτος, διάπλουτος, εύπλουτος, καλλίπλουτος, μεγαλόπλουτος, μεσόπλουτος, ολβιόπλουτος, παλαι(ο)πλουτος, υπόπλουτος, φιλόπλουτος, ψευδόπλουτοςνεοελλ.οψίπλουτος].————————(II)-εος, το, ΝΜΑβλ. πλούτος, ο.
Dictionary of Greek. 2013.